- ἐπαγχάζομαι
- ἐπαγχάζομαι, in [tense] aor. ἐπαγχάσασθε· ἐπαναχωρήσατε, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαγχάζομαι — ἐπαγχάζομαι (Α) (μόνο στον αόρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαγχάσασθε ἐπαναχωρήσατε» … Dictionary of Greek
ἐπαγχάσασθε — ἐπαγχάζομαι aor imperat mp 2nd pl ἐπαγχάζομαι aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)